- σοκολατάκι
- το, Ν1. μικρή σοκολάτα2. στον πληθ. τα σοκολατάκιαείδος ζαχαροπλαστικής παρασκευασμένο σε μικρούς κύβους ή άλλου σχήματος μικρά τεμάχια από σοκολάτα με ή χωρίς ειδική γέμιση, που διατίθενται στο εμπόριο συσκευασμένα σε κουτιά ή χύμα.
Dictionary of Greek. 2013.